- ανάττικος
- ἀνάττικος, -ον κ. ἀναττικός, -όν (Α)ο μη σύμφωνος με την αρχαία αττική διάλεκτο, μη αττικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναττικόν — ἀναττικός alien to the Attic dialect masc/fem acc sg ἀναττικός alien to the Attic dialect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)